- Κράτορας
- Κράτωρrulermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κράτορας — κράτωρ ruler masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειδοκράτορας — ο, θηλ. κλειδοκρατόρισσα 1. ο υπεύθυνος να κρατάει τα κλειδιά, ο κλειδούχος 2. (ειδ.) αυτός που ενεργεί το άνοιγμα και το κλείσιμο τών στροφίγγων παροχής τού νερού σε ένα δίκτυο υδρεύσεως με σωλήνες, κν. νεροκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί +… … Dictionary of Greek